- μερακλώνω
- μεράκλωσα, μερακλώθηκα, μερακλωμένος, και μερακώνω1. με πιάνει το μεράκι: Μεράκλωσα για λίγο κρασί.2. μτβ., κάνω κάποιον να τον πιάσει το μεράκι: Τον μεράκλωσε με τα κουνήματά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.